μέγιστος

μέγιστος
-η, -ο (ΑM μέγιστος, -ίστη, -ον, ΑM και μεγαλώτατος και μεγιστότατος)
ο πάρα πολύ μεγάλος ή ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε άλλους («ο μέγιστος τών στρατηγών)
νεοελλ.
1. μτφ. άπειρος, απερίγραπτος, αφάνταστος, καταπληκτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η μεγίστη
ναυτ. το κατώτατο από τα σταυρωτά πανιά τού μεγάλου καταρτιού τών ιστιοφόρων, κν. μαΐστρα
3. το ουδ. ως ουσ. το μέγιστο(ν)
μαθημ. η μεγαλύτερη τιμή την οποία μπορεί να λάβει μία μεταβλητή ποσότητα
4. (το ουδ. πληθ. ενάρθρως ως επίρρ.) τα μέγιστα
πάρα πολύ,
5. φρ. α) «μέγιστο βαρομετρικό»
(μετεωρ.) το κέντρο υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης
β) «μέγιστος κοινός διαιρέτης»
μαθημ. ο μεγαλύτερος από όλους τους κοινούς διαιρέτες δύο ή περισσότερων αριθμών
γ) «μέγιστος κύκλος σφαίρας»
μαθημ. ο κύκλος ο οποίος σχηματίζεται από την τομή σφαίρας από ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο τής σφαίρας αυτής
δ) «μέγιστο ύψος»
αστρον. το μεσημβρινό ύψος ενός αστέρα
ε) «μέγιστος νομέας»
ναυτ. ο μεγαλύτερος νομέας πλοίου, αλλ. μάστορης
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) μέγιστον, μέγιστα
πάρα πολύ, σε μέγιστο βαθμό, υπερβολικά.
επίρρ...
μεγίστως και μεγιστότατα (Μ)
σε μέγιστο βαθμό, πάρα πολύ, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας + κατάλ. υπερθ. -ιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μέγιστος — η, ο υπερθετικός βαθμός του επιθ. μεγάλος ο πάρα πολύ μεγάλος: Έχει μέγιστη ευθύνη για την πανωλεθρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέγιστος — μέγας big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλγόριθμος — Όρος που υποδηλώνει κάθε συστηματική μέθοδο υπολογισμού, η οποία συνίσταται στο να φτάσει κανείς στο αποτέλεσμα με μια τελείως καθορισμένη ακολουθία πράξεων, που εκτελούνται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Π.χ. η μέθοδος ορισμού του μέγιστου… …   Dictionary of Greek

  • Proto-Indo-European to Dacian sound changes — NOTE: all html boxes in this article need to be replaced by another format. The Dacian language was a Satem Indo European Language.hort vowelsPIE has the short vowels e, o. The existence of the PIE short vowel a is disputed.The origin of the Late …   Wikipedia

  • Pontifex maximus — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… …   Deutsch Wikipedia

  • Summus pontifex — Der Titel Pontifex Maximus[1] (lat. für „oberster Brückenbauer”, evtl. auch „oberster Pfadbahner”; zur Etymologie siehe Pontifex), bezeichnete ursprünglich den obersten Wächter des altrömischen Götterkults (Oberster Priester) und ging später auf… …   Deutsch Wikipedia

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστεύω — (Α) [μέγιστος] είμαι ή γίνομαι μέγιστος …   Dictionary of Greek

  • μεγιστοπάτωρ — μεγιστοπάτωρ, ορος, ὁ (Α), (προσωνυμία τού Διός) ο μέγιστος πατέρας («μεγιστοπάτωρ Ζεύς», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγιστος + πάτωρ (< πατήρ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”